reactance$67006$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

reactance$67006$ - translation to ελληνικό

A CIRCUIT ELEMENT'S OPPOSITION TO CHANGES IN CURRENT DUE TO ITS INDUCTANCE OR CAPACITANCE
Capacitive reactance; Electric reactance; Reactance (physics); Reactance (electronics); Inductive reactance

reactance      
n. επαγωγική ηλεκτρική αντίσταση

Ορισμός

reactance
¦ noun Physics the non-resistive component of impedance in an AC circuit, arising from inductance and/or capacitance.

Βικιπαίδεια

Electrical reactance

In electrical circuits, reactance is the opposition presented to alternating current by inductance and,or capacitance. Greater reactance gives smaller current for the same applied voltage. Reactance is similar to resistance in this respect, but does not lead to dissipation of electrical energy as heat; instead, energy is momentarily stored in the reactance, and a quarter-cycle later returned to the circuit.

Reactance is used to compute amplitude and phase changes of sinusoidal alternating current going through a circuit element. Like resistance, reactance is measured in ohms, with positive values indicating inductive reactance and negative indicating capacitive reactance. It is denoted by the symbol X {\displaystyle X} . An ideal resistor has zero reactance, whereas ideal inductors and capacitors have zero resistance. As frequency increases, inductive reactance increases and capacitive reactance decreases.